Η Νύφη
Εγώ κοιμάμαι, μα η φωνή μου ξαγρυπνά. Του αγαπημένου μου η φωνή. Χτυπά η πόρτα.
«Άνοιξε, αγάπη μου. Πανέμορφή μου εσύ. Άνοιξε να μπω, περιστέρι μου αδελφή μου. Έχει νοτίσει το κεφάλι μου η δροσιά και το νυχτιάτικο τ’ αγιάζι τα μαλλιά μου.»
«Πώς να ντυθώ αφού επλάγιασα γυμνή; Πώς να λερώσω τα πλυμένα μου τα πόδια;» Νοιώθω ένα θρόισμα στα σπλάχνα μου γλυκό, καθώς τα δάχτυλα του ψάχνουν για το σύρτη.
Πετιέμαι απάνω, να του ανοίξω – δε βαστώ – κι από τα χέρια μου σταλάζουν στάλες σμύρνα. Πιάνω το μάνταλο ν’ ανοίξω. Τι να δω; Όλο το μάνταλο πλημμύρισε από σμύρνα.
Και του ανοίγω. Μα έχει φύγει. Έχει χαθεί.
Άσμα Θ΄ κεφ. Ε΄2. Μεταγραφή: Λευτέρης Παπαδόπουλος
ΑΣΜΑ ᾀσμάτων, ὅ ἐστι τῷ Σαλωμών. |
***Σου τηλεφωνώ
Πίνακας: Γιώργος Κόρδης